- υποσπαίρω
- ΜΑμσν.(για σφυγμό) χτυπώ αμυδράαρχ.1. (ιδίως για ετοιμοθάνατο) σπαράζω, σπαρταρώ λίγο2. φρ. «ἀτάκτως ὑποσπαίρω» — αναπνέω με κοφτές και ακανόνιστες αναπνοές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + σπαίρω «σπαράζω, σπαρταρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.